- κηπεύω
- (ΑΜ κηπεύω) [κήπος]καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.)αρχ.1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ' ἐκήπευσ' ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ' ἔδωκεν», Ευρ.)2. μτφ. ζωοποιώ, ζωογονώ («αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις», Ευρ.)3. τὰ κηπευόμενατα φυτά που καλλιεργούνται σε κήπους.
Dictionary of Greek. 2013.